- καλαντζίδικο
- τοβλ. καλαϊτζίδικο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλαϊτζίδικο — και καλαντζίδικο, το [καλαϊτζής] 1. το εργαστήριο τού καλαϊτζή* 2. στον πληθ. τα καλαϊτζίδικα συνοικία στην οποία ήταν συγκεντρωμένα τα εργαστήρια τών καλαϊτζήδων … Dictionary of Greek